- κοντυλογραφώ
- 1. γράφω με κοντύλι2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, -η, -οαυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + -γραφώ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο-γραφώ, εικονο-γραφώ].
Dictionary of Greek. 2013.